Πολλές φορές οι άνθρωποι βρίσκονται σε δύσκολη θέση όταν οι αγαπημένοι τους λόγω ψυχικής διαταραχής δεν είναι σε θέση να φροντίσουν τον εαυτό τους, να διεκπεραιώσουν τις υποχρεώσεις τους και να διασφαλίσουν αποτελεσματικά την ευδαιμονία τους. Ωστόσο, η νομική οδός έχει προνοήσει γι’ αυτό και παρέχει βοήθεια και εξισορροπεί αυτή την κατάσταση με σεβασμό και προστασία προς τον άνθρωπο. Τέθηκε σε ισχύ στην Ελλάδα με τα άρθρα 1666 ΕΠ του Αστικού Κώδικα και ονομάζεται “”.
Πρόκειται για μια κατάσταση στην οποία ένα πρόσωπο εξαιτίας της ψυχικής ή νοητικής διαταραχής ή σωματικής αναπηρίας, ασωτίας, τοξικομανίας ή αλκοολισμού, ή γεροντικής άνοιας μέσω της δικαστικής οδού, αδυνατεί να εξυπηρετεί τον εαυτό του και να καλύπτει τις ανάγκες του. Με αυτό τον τρόπο, χρήζει τη βοήθεια ενός άλλου προσώπου χωρίς προβλήματα υγείας ώστε να πράττει και να αποφασίζει για το ίδιο.
Συνίσταται ένα εποπτικό συμβούλιο που αποτελείται από 3 έως 5 μέλη τα οποία μπορούν να είναι συγγενείς και φίλοι και διορίζονται από το Δικαστήριο με σκοπό τον έλεγχο του δικαστικού συμπαραστάτη (1682 ΑΚ).
Η διαδικασία της Δικαστικής Συμπαράστασης θέτεται με την Ψυχιατρική Πραγματογνωμοσύνη ώστε να διαπιστωθεί η κατάσταση του προσώπου. Μία πραγματογνωμοσύνη μπορεί να διαταχθεί είτε μέσω Τεχνικών Συμβούλων, είτε μέσω αίτησης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Κατόπιν βάση του άρθρου 1667 ΑΚ, θα εκδικαστεί κατά την εκούσια δικαιοδοσία.
Μία πραγματογνωμοσύνη πρέπει να είναι λεπτομερής, αντικειμενική και βασισμένη σε αποδείξεις. Ο πραγματογνώμονας θα εξετάσει με δομημένη συνέντευξη και μέσω ειδικά σταθμισμένων ψυχομετρικών δοκιμασιών αν υπάρχει ψυχική διαταραχή. Σε μία δικαστική υπόθεση εκτιμάται το επίπεδο καταλογισμού (πλήρης, μερικός, ανύπαρκτος), η νοητική λειτουργία, η ικανότητα ελέγχου του εαυτού (αυτορρύθμιση) και η ψυχική κατάσταση. Η εξέταση θα πρέπει πάντα να συνοδεύεται από τις εργαστηριακές εξετάσεις και να λαμβάνεται υπόψη η φαρμακευτική αγωγή που ακολουθείται. Αρμόδια αρχή για τη θέση προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση είναι το Δικαστήριο, το οποίο αποφασίζει κατόπιν αίτησης των ενδιαφερόμενων. Το αρμόδιο δικαστήριο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο της κατοικίας ή της διαμονής του πάσχοντος, το οποίο δικάζει με την διαδικασία της Εκουσίας Δικαιοδοσίας. Αν το άτομο που χρήζει τη συμπαράσταση δεν προτείνει κανέναν ή αν κριθεί ότι εκείνος που προτάθηκε δεν κρίνεται κατάλληλος, το δικαστήριο επιλέγει ελεύθερα αυτόν που κρίνει περισσότερο κατάλληλο για τη συγκεκριμένη περίπτωση λαμβάνοντας υπόψιν τους δεσμούς συγγένειας.
Υπάρχουν διαβαθμίσεις στη δικαστική συμπαράσταση. Ανάλογα με την περίπτωση, το δικαστήριο που υποβάλλει ένα πρόσωπο σε δικαστική συμπαράσταση, δύναται να τον κηρύξει ανίκανο για όλες ή για ορισμένες δικαιοπραξίες. Πιο συγκεκριμένα, μη ικανοί για όλες τις δικαιοπραξίες είναι όσοι βρίσκονται σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση. Περιορισμένη ικανότητα δικαιοπραξίας έχουν όσοι βρίσκονται σε μερική στερητική ή επικουρική δικαστική συμπαράσταση. Ακόμη, μπορεί να αποφασίσει το Δικαστήριο τον συνδυασμό των δυο προηγούμενων ρυθμίσεων με το άρθρο 1676 του Αστικού Κώδικα.
Κρίνεται απαραίτητο όταν υπάρχει ψυχική διαταραχή ή κάποιο από τα προαναφερόμενα προβλήματα να διορίζεται κάποιο συγγενικό ή του ευρύτερου περιβάλλοντος πρόσωπο δικαστικός συμπαραστάτης, αφενός για να αποφευχθούν κίνδυνοι της περιουσίας του πάσχοντος και αφετέρου εκμετάλλευσης λόγω της νόσου. Το δικαστήριο οφείλει και έγκειται των συμφερόντων του ατόμου καθώς και εξασφάλιση της προστασίας της προσωπικότητας και της ζωής του. Έτσι, όταν νομιμοποιηθεί ο δικαστικός συμπαραστάτης είναι υπεύθυνος για οποιαδήποτε ενέργεια πραγματοποιεί το πρόσωπο και χωρίς την έγκριση του δεν έχει καμία πράξη του ισχύ.
Κοινωνική Λειτουργός
Αποστολία Δεμερτζή
Βιβλιογραφία:
Άρθρο 1682- Αστικός Κώδικας
Άρθρο 1667- Αστικός Κώδικας
Άρθρο 1676- Αστικός Κώδικας