Τα τελευταία χρόνια, και κυρίως μετά την πανδημία του κορονοϊού, αναδύονται όλο ένα και περισσότερα ποσοστά διαφόρων μορφών βίας κατά των γυναικών ανά τον κόσμο. Μάλιστα σύμφωνα με έρευνες, μία στις τρεις γυναίκες έχει υποστεί σωματική βία, σεξουαλική βία, ή και τις δύο μορφές βίας από την ηλικία των 15 ετών και έπειτα. Το 55% των γυναικών έχουν βρεθεί αντιμέτωπες με μία ή περισσότερες μορφές σεξουαλικής παρενόχληση, ενώ το 11% έχει υποστεί ψηφιακή παρενόχληση. Μία στις είκοσι έχει βιαστεί.
Τον Δεκέμβριο του 1991, η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ανακήρυξε την 25η Νοεμβρίου ως Διεθνή Ημέρα για την Εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών, με σκοπό την επισήμανση ενός σημαντικού παγκόσμιου προβλήματος. Τα Ηνωμένα Έθνη ορίζουν την βία κατά των γυναικών ως «κάθε πράξη βίας με βάση το φύλο που προκαλεί ή είναι πιθανό να προκαλέσει, σωματική, σεξουαλική ή ψυχολογική βλάβη στις γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων των απειλών για τέτοιες πράξεις, τον εξαναγκασμό ή την αυθαίρετη στέρηση της ελευθερίας, είτε αυτό συμβαίνει στη δημόσια ή στην ιδιωτική ζωή» (Γενική Συνέλευση ψήφισμα 48/104, Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών, 1993).
Η βία κατά των γυναικών εκδηλώνεται με διάφορες μορφές, οι οποίες μπορεί να είναι:
- Σωματική Κακοποίηση: κάθε είδους τραυματισμοί και κακώσεις που δεν οφείλονται σε ατυχήματα.
- Σεξουαλική Κακοποίηση: εμπεριέχει σεξουαλικές πράξεις χωρίς τη συναίνεση του θύματος.
- Ψυχολογική Κακοποίηση: περιλαμβάνει συναισθήματα απόρριψης, απομόνωσης, εκμετάλλευσης ή υποτίμησης και προσπάθεια χειραγώγησης.
- Λεκτική κακοποίηση: εκδηλώνεται με χρήση επιθετικών, προσβλητικών χαρακτηρισμών προς το θύμα.
- Κοινωνική κακοποίηση: αφορά στην απομόνωση του θύματος από τον οικογενειακό και φιλικό του περιβάλλον.
- Οικονομική κακοποίηση: περιλαμβάνει τον πλήρη έλεγχο των οικονομικών πόρων του θύματος με τρόπο υποτιμητικό.
Φαίνεται ότι κάθε γυναίκα ανεξαρτήτως κοινωνικοπολιτισμικού πλαισίου κινδυνεύει να υποστεί βία είτε στο οικογενειακό είτε στο εργασιακό περιβάλλον της. Ωστόσο, ο τρόπος που αντιδρά κάποια γυναίκα στη βία εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες. Έρευνες έχουν αποκαλύψει κάποια κοινά χαρακτηριστικά γυναικών που είναι πιθανότερο να υποστούν επαναλαμβανόμενη ή συστηματική κακοποίησης. Καταρχάς, ένα χαρακτηριστικό που συμβάλει στη διατήρηση της βίας από την πλευρά των γυναικών είναι η χαμηλή αυτοεκτίμηση, καθώς έχει ως αποτέλεσμα να αμφισβητούν τις ικανότητές τους. Επιπλέον, έχουν έντονες αντιδράσεις, όπως ψυχοσωματικά συμπτώματα και κατάθλιψη εξαιτίας του στρες, ενώ χρησιμοποιούν τη σεξουαλική ανάγκη ως μέσο για να διατηρήσουν τις σχέσεις τους (Walker, 1989). Οι γυναίκες που υποφέρουν από κακοποίηση συχνά έχουν μια ιδιαίτερη σχέση με την εργασία τους. Συχνά, εγκαταλείπουν τις θέσεις εργασίας τους για να αφοσιωθούν αποκλειστικά στους συντρόφους και τις οικογένειές τους. Πολλές γυναίκες παραμένουν σε κακοποιητικές σχέσεις, αφού δεν διαθέτουν τους απαραίτητους εκπαιδευτικούς, οικονομικούς ή ψυχολογικούς πόρους για να ξεφύγουν από την τρέχουσα κατάσταση που βιώνουν. Ακόμα, οι παιδικές εμπειρίες μπορεί να επηρεάσουν την αποδοχή της βίαιης συμπεριφοράς. Για παράδειγμα, κάποια γυναίκα που μεγάλωσε σε ένα κακοποιητικό οικογενειακό περιβάλλον, όπου υπήρχε βία μεταξύ των γονέων, είναι πιο πιθανό να αποδέχεται μελλοντικές βίαιες συμπεριφορές από τον σύντροφο της και να γίνει θύμα κακοποίησης.
Βιβλιογραφία
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, 2019. Σύμβαση Κωνσταντινούπολης: όλα τα κράτη μέλη να τηνεπικυρώσουν https://www.europarl.europa.eu/news/el/press-
Παπαμιχαήλ, Σ. (2005). Κοινωνικές αναπαραστάσεις της κακοποίησης των γυναικών από τους συζύγους –συντρόφους τους.
Walker, L. E. (1989). Psychology and violence against women. American Psychologist, 44(4), 695–702.
Κουτσούδη Χριστίνα
Ψυχολόγος
Κινητή Μονάδα Ψυχικής Υγείας Ενηλίκων Ημαθίας